Εορτές 22 Δεκεμβρίου: Άγιος Ζωΐλος Άγιος Όθων της Τουλούζης Άγιος Χρυσογόνος Ζώιλα Οθέλλα Οθέλλος Οθωνία Χρυσογόνη
©ΤΕΗ - Τεκμαρτή Εορταστική Ημερομηνία: -
Άλλες Σημερινές Εορτές: Zeno Αγία Αναστασία η Μεγαλομάρτυς η Φαρμακολύτρια Αγία Θεοδότη η μάρτυρας Άγιος Ισχυρίων ο μάρτυρας
Η μάνα η φόνισσα
> Τραγούδια ()

Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Παραδοσιακό
Στιχουργός: Παραδοσιακό
Χρονολογία:


Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρτα νανοιχτή, την πόρτα νανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλληκάρι.
"Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι α δε σ’ ομολογήσω,
κι α δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ αδικοθανατίσω.
Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα μολογήσεις;
Καλό είδα γω, καλό θα ειπώ, καλό θα μολογήσω,
κακό είδα γω, κακό θα ειπώ, κακό θα μολογήσω."
Και με το μόσκο το πλανά και με το λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλι ναίμα στάζει,
και στο τηγάνι το βαλε για να το τηγανίσει.

Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα `λάφια ζωντανά, τα `γρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα αλαφόπουλο, του Κωσταντη παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
"Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ναι ο Κωσταντής μας;
Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα."
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
"Δάσκαλε, πού ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω."
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, `ς το σπίτι του πηγαίνει.
"Γυναίκα, που είναι ο Κωσταντής και που είναι το παιδί μας;
Στης πεθεράς μου το στειλα, κι όπου κι αν είναι θά `ρθει."
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
"Μάνα μου, που είναι ό Κωσταντης και που είναι το παιδί μου;
Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α δεν το ιδώ ως το βραδύ θε νά παραλοήσω."
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
"Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντης, ο μικροκωσταντϊνος;
Κάπου παγνίδι νεύρηκε και θελά παιγνιδίζει.
Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου."

Το συκωτάκι τού βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιά νοπού βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
"Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός άπέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με."
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κι έκόντεψε να πέσει.
Μα ναντρεϊώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
"Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για νά ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για νά ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι."



Αναφορές σε ονόματα
©2024 names-n-gifts.com - Επικοινωνία