Εορτές 22 Δεκεμβρίου: Άγιος Ζωΐλος Άγιος Όθων της Τουλούζης Άγιος Χρυσογόνος Ζώιλα Οθέλλα Οθέλλος Οθωνία Χρυσογόνη
©ΤΕΗ - Τεκμαρτή Εορταστική Ημερομηνία: -
Άλλες Σημερινές Εορτές: Zeno Αγία Αναστασία η Μεγαλομάρτυς η Φαρμακολύτρια Αγία Θεοδότη η μάρτυρας Άγιος Ισχυρίων ο μάρτυρας
Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα
Μιχαήλ > Τραγούδια (19)

Τραγουδιστής:
Συνθέτης: Αμελοποίητο
Στιχουργός: Ανδρέας Λασκαράτος
Χρονολογία:


Όντις έπλασε ο Θιός την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του: "Α, τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γιέ μου, και τσ’ ανθρώπους".
Κι εκεί που εκράτησε τον Αδάμ στερνόνε,
του ’πε: "Συ να ’σαι, Αδάμ, το ζω του ζωνε.

Ήγουν, να `σαι καλύτερος απ’ όλα,
να `χεις το γάϊδαρο αποκάτουθέ σου,
να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
να `ναι οι λαγγάδες όλες εδικές σου.
Οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε
και για σένανε οι κότες να γεννούνε.

Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,
αν θέλεις να τα κάνεις τσιγαρίδι,
για σένανε φυτεύω ραπανάκια,
εσύ να τρως το μήλο και το απίδι,
όλα ναν τα `χεις χωρίς να κοπιάζεις
και σ’ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις!

Σου χτιώ στο περιβόλι μου παλάτι,
μ’ όσα καλά η Θεία μου Πρόνοια δίνει
και να τρως το καλύτερο κομμάτι,
χωρίς να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.
Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ Αδάμ μου,
να μη `γγίξεις ποτέ τα τάλαρά μου.

Είν’ το ξύλο της γνώσεως, τα χρήματα
κι όποιος τάχει, έχει γνώση, είν’ προκομμένος,
όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,
είναι απ’ όλον τον κόσμο επαινεμένος,
παντού επιθυμητός μα είν’ και φαρμάκι
που κάνουν την ψυχή πηλό οχ τ’ αυλάκι.

Μην τ’ αγγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε
το βουλιασμό της αθωότητός σας,
και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε
ευτυχισμένοι στον παράδεισό σας.
Τάφτειασ’ ο Διάολος κι είναι διαολεμένα.
Άστε τα εκε!. Του τάχω αμαχεμένα".

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θιός εις την Ασία
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μέσ’ στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μα καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στιούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια,
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι αφανίζαν το μαύρο περιβόλι.

Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του
εμετριόντανε ποιος είναι ψηλότερος,
στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά αποκάτου,
και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος
εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους,
να κι ένας διαολάκης ομπροστά τους!

Αδέρφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε.
Ώ, ευτυχισμένοι που είστεν’ εδωπέρα
σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλιάζετε.

Εκάκιωσε τ’ αντρόυνο και σκληρήθηκε
για του Διαόλου την άταχτη πράξη
κι όλη κόκκινη η Εύα του απεκρίθηκε:
—Γαϊδαράτσε, ποιος σόδειξε την τάξη
να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα κούτρα;
Μ’ ένα παπούτσι σο `πρεπε στα μούτρα!

—Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό.
Διαβάτης είμαι, πηαίνω στη δουλειά μου
και βαστάω πραμματείες και πουλώ.
Μόνε σαν άκουσ’ η Εύα πραμματείες,
το `καμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.

Είναι αλαφρή, λιγόμυαλη η γυναίκα
και πολύ της αρέσουν τα στολίδια,
και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα
να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουν όμορφά `μορφα παράδες,
να ξοδεύουνε στους πραματευτάδες.

Εγώ όμως δεν το παίρνω στη ψυχή μου
πως η Εύα είχε αντικλείδι και τρυπούλευε.
Το λέν’ οι ιστορικοί μας, ακροατή μου
και λένε πως ο Διάολος τη συβούλευε
και πως, μετατρεμμένος εις σε φίδι,
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.

Βέβαια που έπειτ’ από τοσους αιώνες
οπου εφτειάστηκε ο Κόσμος, δεν μπορεί
να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες
ή α λένε την αλήθεια οι ιστορικοί,
μ’ από τες τωρινές γυναίκες κρίνει
κανείς, ομπρός οπίσω και για κείνη.

Ωστόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφες
κι έβγανε όσα στολίζουν τσι κυράδες:
Μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέττες, μπλόντες, ομπρελέττες, μποάδες.
Κι η Εύα που τα `βλεπε, έτρεμε η καρδιά της
και σαν Χριστέ της να `ναι όλα δικά της!

Σε μια άλλη κόφφα είχε όμορφα διαμάντια,
πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
και χωριστά σ’ άλλο κουτί μπριλλάντια
κυματερά σαν το νερό στη βρύση.
Κι η Εύα όντις τα είδε σκούζει: Ωγέ, τα θέλω!
Τα θέλω, μόνε πλήρωνε, Αδαμιέλο!

Ο Διάολος, ως και κειός τον παρακίνα
κι ο Αδάμ δεν είχε κι εσφιγγε τσι πλάτες.
Μα η Εύα κλαίοντας το `λεγε: Μ’ εφκείνα
με περνάς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Αδάμ μου. Πάρε τα μπιστιού!...
Τον Αύγουστο πλερώνεις, μιού, μιού, μιού.

Τα δάκρυα κειά της Εύας εσουρώνανε
μέσ’ στην καρδά του Αδάμ και τον ανοίγανε,
που, ζαχαροφτιασμένος, τον ελιώνανε,
τον εστενοχωρούσανε, τον πνίγανε.
Και λέει: Κακό που μου `ρτε του φτωχού!
Ας γένει, γιέ μου, ετούτο το `μπιστιού.

Το `μπιστιού έγινε κιόλες και μετρήθηκε
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια.
Γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ’ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις το `χουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά!

Μα ήλθε κι ο Αύγουστος, που `ταν η διορία
κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.
Ο Αύγουστος σε μεγάλη δυστυχία
κι ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.
Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος
εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.

Κράζει την Εύα κι αρχινάει τη γκρίνια
και γκρίνιαζε τ’ αντρόϋνο ανάμεσό του
και τρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα.
Όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του
ο Διάολος, κι αλλάζοντας μορφή,
ήλθε κι ηύρε την Εύα μοναχή.

Εύα μου, λέει, σε βλέπω πικραμένη,
και με λυπάει πολύ, που ο Θιός το ξέρει,
γιατί ως και σύ `σαι καλομαθημένη
κι ήθελες πάντα τάλαρα στο χέρι.
Μα υπομονή, κυρά μου και θυμήσου
πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου.

Είν’ τοσοι που περσσότερο από σε
έχουνε χρεία στον κόσμο γιά `να – γι’ άλλο
και που ούτε σ’ όνειρο είδανε ποτέ
το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.
Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδεύει...
Κάνει καλά. Είναι φρόνιμος. Σωρεύε.

Πλούτι; λέ’ η Εύα. Όξω κι α μου λες
για κειά που ο Θειός βασταίνει κλειδωμένα.
Μα εκείνα είναι δικά του. Μπά, ντροπές,
ο Διάολος λέει. Εκείνα είναι για σένα.
Ούτε ο Θειός είπε διαφορετικά,
μόνε τον καταλάβετε κακά.

Ο Θειός δεν έχει χρεία για παράδες
κι είσθενε σ’ ένα σφάλμα μεγαλώτατο.
Μόνε α θέλεις να εβγείς οχ τσου μπελιάδες,
είνε το μέσος, Εύα μου, ευκολώτατο.
Νά το κλειδί, τρέχα, έπαρε όλα κείνα
που σου χρειάζουνται, να πάψει η γκρίνα.

Έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες
κι η Εύα κάνει την πρώτην αμαρτία,
δε θυμάμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και τα δέχθη κι ο Αδάμ, γιατί είχε χρεία.
Μα ένα έργο τοσο αχρείο και κακόποιο
ο Θιός το εκοίτα με το τελεσκόπιο.

Σημαίνει με θυμο το καμπανέλι
κι έρχουνται ευθύς εμπρός ξεσκουφωμένοι
Μικέλης και Γαβρίλης, δύο αγγέλοι
που `ναι στον ουρανό συνηθισμένοι
να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα
τα πουλιό μακρινότερα θελήματα.

Φέρτε μου, λέει, το Διάολο, άγγελοί μου.
Μα όχι, όχι, αφήσετε και πηαίνω εγώ,
έπειτα, ναν του δείξω την οργή μου!
Κι ωστόσο, μια φορά κι είσθεν’ εδώ,
προβατείτε να ειδείτε μια δουλειά,
για να σας βάλω καταμαρτυριά.

Τους φέρνει και τους δυο στο περιβόλι
και, φθάνοντας ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,
φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι.
Και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:
Εδωθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι,
γάιδαρε, μασκαρά! Έτσι σ’ αρέσει!

Και σύ Εύα, είν’ τούτες όμορφες δουλειές;
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άη Γιάννη;
Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μωρές,
θε να σας διώξω εδώθε! Ας είναι, φτάνει!
Τα `χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε
κι οχ την πολλήν τρομάρα εκατουρίστηκε!



Αναφορές σε ονόματα
©2024 names-n-gifts.com - Επικοινωνία