|
|
(650-735 μ.Χ.) Αγγλίδα Αγία, πριγκίπισσα και ηγουμένη του διπλού μοναστηριού της Οξφόρδης.
|
Από το παλαιό Γερμανικό/Τευτονικό ‘Frideswida’ που αποτελείται από τα ‘friþuz’=ειρήνη και ‘swind’=ισχυρός και σημαίνει αυτός/ή που στηρίζουν την ειρήνη σταθερά και δυνατά. |
|
|
|
Αναφορά στον άγιο γίνεται στις πράξεις των αποστόλων «…συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἠμίν, ἄγοντες παρ' ὦ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή». Ο άνθρωπος δηλαδή στο σπίτι του οποίου επρόκειτο να φιλοξενηθούν, ο Παύλος και η συνοδεία του.
Ο Μνάσων ήταν από την Ταμασσό της Κύπρου, στο κέντρο της οποίας υπήρχε περικαλλής ναός του Ασκληπιού, που με τη βοήθεια του στενού του φίλου και συντρόφου Ηρακλειδίου και άλλων 300 περίπου συνεργατών και φίλων κατάστρεψε πλήρως, ναό, βωμούς και αγάλματα.
Διαδέχτηκε στον επισκοπικό θρόνο της Ταμασσού τον δάσκαλο και προστάτη του, τον πρώτο επίσκοπο Ταμασσού, Ηρακλείδιο.
Πέθανε ειρηνικά.
|
Από την αρχαία Ελληνική λέξη μνήμη (μνάμα) και σημαίνει τον αξιομνημόνευτο.
Οι καταλήξεις -ίδας και -ιδης δηλώνουν ότι ανήκουν στον Μνάσωνα. |
|
|
|
Χριστιανός στρατιώτης του 4ου αιώνα, ο οποίος φρουρούσε τους φυλακισμένους χριστιανούς. Συνελήφθη μετά από απαίτηση του να πάρει τη θέση των φυλακισμένων χριστιανών. Μαρτύρησε μαζί τους το 307 μ.Χ.
|
Από το Λατινικό όνομα 'Varro', που προέρχεται από τη λέξη 'varus' που είναι το εξάνθημα στο πρόσωπο, που συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού.
Η κατάληξη -ιανός σημαίνει αυτόν που ανήκει στον Ουάρρωνα. |
|
|
|
Ο Σαδώθ (ή Σαδώκ ή Σαδώχ) έζησε περί το 330 μ.Χ. και πιστεύοντας στο Χριστό έγινε επίσκοπος της μικρής χριστιανικής κοινότητας της Περσίας. Λόγω του φιλανθρωπικού του έργου ήταν αγαπητός όχι μόνο από τους χριστιανούς αλλά και από τους ειδωλολάτρες κάτι που ενοχλούσε τους ιερείς των Περσών. Γι' αυτό τον κατηγόρησαν στον Σαπώρ. Αυτός πιστεύοντάς τους, κάλεσε τον Άγιο να απολογηθεί και να αρνηθεί το Χριστό. Ο Σαδώθ αρνήθηκε και γι' αυτό οδηγήθηκε στο δήμιο μαζί με εκατόν είκοσι Χριστιανούς που ανήκαν στο μικρό αλλά εκλεκτό ποίμνιό του.
|
Από τα Εβραϊκά צדק (σαδίκ), που σημαίνει 'ορθός και δίκαιος'. |
|
|
|
Ο δεύτερος από τους δώδεκα μικρούς προφήτες (Ωσηέ (770-725 π.Χ), Ιωήλ (825 π.Χ), Αμώς (750 π.Χ), Αβδιού (685 π.Χ), Ιωνάς (783-745 π.Χ), Μιχαίας (740-700 π.Χ), Ναούμ (640 π.Χ), Αββακούμ (600 π.Χ), Σοφονίας (640-610 π.Χ), Αγγαίος (520 π.Χ), Ζαχαρίας (520 π.Χ), Μαλαχίας (400 π.Χ). που προφήτευσε όταν βασιλιάς στη φυλή του Ιούδα ήταν ο Ιωάς (878 - 838 π.Χ).
Οι χριστιανοί πατέρες προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το προφητικό του βιβλίο αναφέρουν ότι αποτελείται από τρία κεφάλαια, όπου προφητεύει την έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος στη χριστιανική εκκλησία, καθώς επίσης και τα σημεία, που θα προηγηθούν της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου.
Αυτός ο Ιωήλ απεβίωσε ειρηνικά.
|
Εξελληνισμένο εβραϊκό όνομα 'Γιο-Ελ' που σημαίνει "Κύριος είναι μόνον ο Θεός", |
|
|
|
Δεν υπάρχει Άγιος με αυτό το όνομα, πηγαίνετε στο αντίστοιχο γυναικείο.
|
Από το κλέος και πάτρη,"η δόξα της πατρίδος ή από ένδοξο πατέρα" |
|
|
|
Για χριστιανική εορταστική ημερομηνία παρακαλώ πηγαίνετε στο αντίστοιχο ανδρικό.
|
Από τη λέξη μνήμη (μνάμα) και σημαίνει την αξιομνημόνευτη.
Οι καταλήξεις -ίδα και -ιδη δηλώνουν ότι ανήκουν στον Μνάσωνα. |
|
|
|
Περιποιήθηκε τον Άγιο Ουάρρωνα όταν τον βασάνιζαν. Μετά τον θάνατο του Αγίου Ουάρρωνα, η Κλεοπάτρα πήρε τα λείψανα του, τα έθαψε στην Παλαιστίνη και έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό αφιερωμένο στον Άγιο. Φαίνεται ότι υπήρχε κάποια σχέση, φιλική ή άλλη, μεταξύ των δυο αυτών αγίων.
|
Από το κλέος και πάτρη,"η δόξα της πατρίδος ή από ένδοξο πατέρα" |
|
|
|
| Άγιοι Κλεοπάτρα, Ουάρρων και ο γυιος της Αγίας |
|
|
|
Για εορταστική ημερομηνία πηγαίνετε στο αντίστοιχο ανδρικό
|
Από το Λατινικό όνομα 'Varro', που προέρχεται από τη λέξη 'varus' που είναι το εξάνθημα στο πρόσωπο, που συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού. |
|
-
19 Οκτωβρίου > Εορτάζει την Κυριακή μεταξύ 11 και 17 Οκτωβρίου εκάστου έτους.
|
|
|
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία, αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού: «Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3). Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787 μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
|
Από την αρχαία Ελληνική λέξη 'οικουμένη' και σημαίνει την παγκόσμια |
|
|
|
Αλβανίδα Καθολική μοναχή με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, γνωστή και σαν Μητέρα Τερέζα.
|
Από την αρχαία Ελληνική λέξη 'θήρα'=κυνήγι και σημαίνει την κυνηγό. |
|
|
|
Μάρτυρας- διάκονος από την Αλεξάνδρεια, 3ου αιώνα.
|
Από τις αρχαίες Ελληνικές λέξεις 'ευ' και 'σέβας' Αυτός που σέβεται τον εαυτό του, τους ανθρώπους, τη ζωή και τη φύση γενικότερα. Χρησιμοποιείται συνήθως και για φιλόθρησκους. |
|
|
|
Γνωστός χριστιανός πατέρας και συγγραφέας του 7 αιώνα. Απεβίωσε ειρηνικά αφήνοντας πίσω του όμορφο συγγραφικό έργο. Ξεχωριστό του το "Περι σώματος".
|
Από τη λέξη 'λέων', γόνος λιονταριού |
|
|
|
Ο Άγιος Μνάσων επίσκοπος Κύπρου μαρτύρησε δια σπάθης. Είναι πιθανόν να είναι ο ίδιος Άγιος που εορτάζει στις 19 Οκτωβρίου σαν Άγιος Μνάσων ο αρχαίος μαθητής, παρόλο που εκείνος κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ιάσων, που για άγνωστους λόγους μετετράπηκε σε Μνάσων
|
Από την αρχαία Ελληνική λέξη μνήμη (μνάμα) και σημαίνει τον αξιομνημόνευτο.
Οι καταλήξεις -ίδας και -ιδης δηλώνουν ότι ανήκουν στον Μνάσωνα. |
|
|
|
Ο Όσιος Ιωάννης ήταν Βούλγαρος στην καταγωγή και γεννήθηκε στο χωριό Σκρίνο, κοντά στη Σόφια (Βουλγαρίας), επί βασιλείας Πέτρου του Βούλγαρου (περί το 884 μ.Χ.). Έχοντας μοναχική κλίση, πήγε πρώτα σε κάποια Μονή και κατόπιν ανέβηκε στο όρος Ρίλα. Εκεί έκτισε πρώτα μικρή καλύβα, που με το χρόνο έγινε καταφύγιο πολλών μοναχών. Οπότε έκτισε τη Μονή του Ρίλα, στην οποία ασκητικά αφού έζησε, απεβίωσε ειρηνικά.
|
Εξελληνισμένο Εβραϊκό όνομα από το (יה) ΄για’, ένα από τα Εβραϊκά ονόματα του Θεού και το (חנן), ‘χανάν = δώρο και σημαίνει δώρο του Θεού. Το αντίστοιχο του στα Ελληνικά είναι το Θεόδωρος. |
|
19 Οκτωβρίου > Σύναξη της Παναγίας της Βασίλισσας στο Μουζάκι Καρδίτσας
|
|
|
Προσωνύμιο Θεοτόκου
|
Γυναίκα που ασκεί βασιλική εξουσία, ή σύζυγος βασιλιά.
Από το αρχαίο Ελληνικό 'βασιλεύς' που προέρχεται από τις λέξεις 'βάσις' και 'λεώς'=λαός στα Δωρικά και θεωρείτο η βάσις του λαού. |
|
|
|
|
|